τσίσ(ι)α

τσίσ(ι)α
τα
(λ. τουρκ.), τα ούρα, η ούρηση, το πιπί (στη γλώσσα των νηπίων): Κάνε τσίσια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”